ωστίζω

ωστίζω
Α [ὠστός]
(συν. το μέσ.) ὠστίζομαι
α) σπρώχνομαι εδώ κι εκεί
β) αγωνίζομαι να καταλάβω κάτι («εἰς τὴν προεδρίαν... ὠστίζεται», Αριστοφ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”